Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὡς Διδάσκαλος ( ἀρχ. π. Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου )
Λόγος εἰς τό: «Περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων» (Ματθ. 4, 23)
τοῦ ἀρχιμ. Χρυσοστόμου Κ. Παπαθανασίου
Ἱεροκήρυκος τοῦ Καθεδρικοῦ Ναοῦ τῶν Ἀθηνῶν
Ὁ Κύριος διδάσκει. Οὔτε στιγμὴ δὲν σταματᾶ. Ἔκαμνε βεβαίως καὶ θαύματα θεραπεύων τὶς ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ προπαντὸς δίδασκε, κήρυττε, μιλοῦσε στὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ὁ αἰώνιος Διδάσκαλος παντὸς ἀνθρωπίνου γένους.
Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ τίτλος «Διδάσκαλος» ἀπαντᾶται 50 φορὲς στὴν Κ. Δ. ὡς προσφώνηση γιὰ τὸν Κύριο. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ὑπογραμμίζει μὲ ἔμφαση πὼς εἶναι ὁ Διδάσκαλος. Στοὺς μαθητές του εἶπε πολὺ χαρακτηριστικά: «Ὑμεῖς φωνεῖτε με ὁ Διδάσκαλος καὶ ὁ Κύριος καὶ καλῶς· εἰμί γαρ» (Ἰω. 13, 13). Καὶ ἀκόμη περισσότερο εἶπε: «Ὑμεῖς μὴ κληθῆτε ραββί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός». Καὶ συμπλήρωσε: «Μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γὰρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητής, ὁ Χριστός» (Ματθ. 23, 8, 10). Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ εἶπε γιὰ νὰ τὰ ἀκούσουν μόνο οἱ μαθητές Του. Τὰ εἶπε γιὰ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους καὶ γιὰ μᾶς φυσικὰ σήμερα.
Διότι ὁ Κύριος ὑπῆρξε κάτοχος, σὺν τοῖς ἄλλοις, καὶ τοῦ προφητικοῦ ἀξιώματος. Εἶναι ὁ ὕψιστος καὶ μοναδικὸς Διδάσκαλος, ὁ μόνος Διδάσκαλος ὁ ἐνσαρκώσας τὸ προφητικὸν ἀξίωμα. Ἐνεφανίσθη στὸν κόσμο, ἐκτὸς ὡς ἔχων τὸ Βασιλικὸν καὶ Ἀρχιερατικὸν καὶ ὑπὸ τὴν ἰδιότητα τοῦ «ραββὶ», τοῦ διδασκάλου. Δίδαξε τοὺς μαθητές Του καὶ τὰ πλήθη τῶν ἀνθρώπων. Δίδαξε στὸ ἱερό, στὶς συναγωγές, ἀλλὰ καὶ παρὰ τὴν λίμνην, καὶ ἀπὸ τὸ πλοιάριον καὶ στὰ ὄρη καὶ στὴν ἔρημο καὶ στὸ δρόμο σὲ ὁδοιπορίες καὶ στὶς πλατεῖες καὶ στὰ σπίτια τῶν ἀνθρώπων καὶ κατὰ τὴν ὥρα τοῦ φαγητοῦ, παρὰ τὸ φρέαρ τοῦ Ἰακώβ καὶ στὸ ὑπερῶον καὶ στὸν Γογλοθᾶ καὶ παρὰ τὸν αἰγιαλόν στὴν Τιβεριάδα μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του.
Τὸν βλέπουμε, λοιπόν, πάντοτε καὶ πανταχοῦ διδάσκοντα τὴν σωτηρία τοῦ λαοῦ. Κηρύττοντα τὴν μετάνοια, διδάσκοντα τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐπάνοδο τοῦ ἀνθρώπου στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
*
Ποῖα εἶναι ὅμως τὰ οὐσιώδη χαρακτηριστικὰ τοῦ Κυρίου ὡς Διδασκάλου;
Ὁ Κύριος διδάσκει πρῶτον ὡς ἔχων μοναδικὸν κῦρος καὶ ὑψίστη πνευματικὴ ἐξουσία. Δὲν εἶναι ὁ τυχαῖος, ὁ οἱοσδήποτε διδάσκαλος, ἢ προφήτης, ἢ κάποιος φιλόσοφος, ἢ ἕνας ἰδεολόγος. Δὲν εἶναι ἀκόμη ἄλλος ὁ Ἰησοῦς τῆς ἱστορίας καὶ ἄλλος ὁ Χριστὸς τοῦ κηρύγματος. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ Αὐτός, ὁ ὤν καὶ ὁ ἦν , ὁ Ἐρχόμενος, τὸ Α καὶ τὸ Ω, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος.
Διδάσκει καὶ ὁμιλεῖ ὡς ὁ Κύριος καὶ ὡς Δεσπότης ἔχων τὸ δικαίωμα νὰ νομοθετεῖ καὶ νὰ παραγγέλει ὄχι διὰ τοῦ «τάδε λέγει Κύριος», ἀλλὰ διὰ τοῦ «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν».
Ἄλλωστε διετέλει ὡς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ σὲ ἀδιάλειπτη κοινωνία μετὰ τοῦ Πατρός. Γι’ αὐτὸ καὶ δίδει τὴν διαβεβαίωση ὅτι «ἐγὼ ἐξ ἐμαυτοῦ οὐκ ἐλάλησα ἀλλ’ ὁ πέμψας με πατὴρ αὐτὸς μοι ἐντολὴν ἔδωκε τί εἴπω καὶ τί λαλήσω. Ἃ οὖν λαλῶ, καθὼς εἴρηκέ μοι ὁ πατήρ, οὕτω λαλῶ» (Ἰω. 12, 49-50). Ἔπειτα τὸ κῦρος τῆς διδασκαλίας Του βασιζόταν καὶ στὴν ἀναμαρτησία τοῦ Κυρίου γι’ αὐτὸ καὶ ἠδύνατο νὰ λέγει «τίς ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας;».
Ἕνα ἄλλο ἀκόμη χαρακτηριστικὸ τοῦ θείου Διδασκάλου εἶναι ἡ χάρις τῶν λόγων Του. Οἱ λόγοι ἐξέπεμπον θείαν χάριν, εὐλογία, δύναμη, στήριξη, προστασία, ἔμπνευση καὶ νόημα στοὺς ἀνθρώπους. Γι’ αὐτὸ «ὁ πολὺς ὄχλος ἤκουεν Αὐτοῦ ἡδέως» (Μαρκ. 12, 37) καὶ αὐτοὶ ἀκόμη οἱ ἐχθροὶ ποὺ ἐπῆγαν νὰ τὸν συλλάβουν ὁμολόγησαν ἐπιστρέφοντας ἄπρακτοι ἐνώπιον τῶν Φαρισαίων ὅτι: «Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος» (Ἰω. 7, 46). Οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου εἶναι μεστοὶ χάριτος, ἅλατι ἡρτυμένοι.
Ὁ λόγος Του εἶναι ἁπλοῦς καὶ συνάμα βαθύς, ἐκδηλώνεται ὡς ἀνθρώπινος ἀλλ’ εἶναι καὶ οὐράνιος, εἶναι τοῦ Θεανθρώπου λόγος, ὡς οἱ γνωστὲς Παραβολές, φαίνεται τῆς καθ’ ἡμέραν ζωῆς ἀλλὰ συγχρόνως εἶναι αἰώνιοι. Ὁ λόγος Του εἶναι οὐσιαστικός, ζωντανός, δυναμικός, γλυκύς, σωτήριος. Καὶ τοῦτο γιατὶ εἶναι λόγος ἀποκλειστικὰ δικός Του.
Ὅ, τι λέγει καὶ ὅ, τι ἐξέρχεται ἐκ τοῦ ἁγίου στόματός Του, εἶναι αὐθεντικὰ δικό Του. Εἶναι θεϊκὲς λέξεις ποὺ ἀνήκουν σ’ Αὐτόν. Ὁ Χριστὸς λοιπὸν ὡς ὁ αἰώνιος Διδάσκαλος δὲν δανείζεται τὸν λόγο, διότι ἐκ φύσεως εἶναι Λόγος Θεοῦ.
Καὶ φυσικὰ «ὁ λαὸς ἅπας ἐξεκρέματο αὐτοῦ ἀκούων» (Λουκ. ιθ΄ 48). Ὅλος ὁ λαὸς κρεμόταν ἀπ’ τὸ στόμα Του μὲ πόθο, καθὼς ἄκουγε τὴ διδασκαλία Του. Καὶ ὁ Κύριος γοήτευε τὰ πλήθη, μικροὺς καὶ μεγάλους, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, μορφωμένους καὶ ἀγράμματους. Πῶς κατέπλησσε τόσο διαφορετικὰ ἀκροατήρια; Ἡ ἀπάντηση εἶναι σαφής. Ἦταν ἀσύγκριτη ἡ διαφορά. Ὁ Κύριος δὲν μιλοῦσε ὅπως οἱ γραμματεῖς , οἱ νομοδιδάσκαλοι, οἱ ἄλλοι ραββίνοι. Δὲν μιλοῦσε οὔτε ὅπως οἱ προφῆτες. Διότι ὁ Κύριος δὲν ἦταν ἁπλῶς ἕνας διδάσκαλος διαφορετικὸς ἀπ’ ὅλους τοὺς ἄλλους διδασκάλους τοῦ κόσμου. Ἦταν καὶ εἶναι ἀσυγκρίτως ἀνώτερος ἀπ’ ὅλους. Διότι ἦταν ὁ Ἴδιος ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ τὴ σοφία μετέδιδε. Δίδασκε αὐτὰ ποὺ ὡς Θεὸς γνώριζε. Τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀποκάλυψε. Οἱ λόγοι του φανέρωναν τὴν ἀπαράμιλλη σοφία καὶ τελειότητά Του. Μιλοῦσε μὲ θεϊκὴ αὐθεντία, μὲ ἐξουσία μὲ κῦρος. Γι’ αὐτὸ κάποτε διεκήρυξε: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. Κδ΄ 35). Γι’ αὐτὸ καὶ οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἔλεγαν: «Κύριε πρὸς τίνα ἀπελευσόμεθα, ρήματα ζωῆς αἰωνίου ἔχεις» (Ἰω. 6, 68).
*
Ἀναμφισβήτητα ἡ ἐποχή μας ἔχει ἀλλάξει καὶ εἶναι δύσκολη ἐξ ἐπόψεως πνευματικῆς. Τὰ κύματα ποὺ μᾶς κυκλώνουν εἶναι πολλά, ἀπειλητικά, ὕπουλα. Εἶναι κύματα ἄρνησης, μηδενισμοῦ, ἀθεῒας, ἀγνωστικισμοῦ. Ἦλθαν τώρα καὶ ἄλλα κύματα. Εἶναι τοῦ νέου διαφωτισμοῦ, τῆς μετανεωτερικότητας, τῆς ἀνοχῆς τῆς ἁμαρτίας, τῆς ἀποϊεροποίησης. Αὐτὰ τὰ κύματα ἀπειλοῦν νὰ μᾶς συμπαρασύρουν καὶ νὰ μᾶς καταβυθίσουν.
Καὶ ἀκριβῶς ἐπειδὴ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος διεκήρυξε: «Ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι» (Ματθ. 24, 35) γι’ αὐτὸ ἡ ἐπικαιρότητα τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας εἶναι τὸ μεῖζον. Ἀκριβῶς σ’ αὐτὴ τὴν ἐποχὴ εἶναι ἡ ὥρα τοῦ Εὐαγγελίου. Νὰ ἀκουσθεῖ καὶ πάλιν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου. Δὲν εἶναι λόγος ἀνούσιος, παρελθοντολογικός, σκοταδιστικός. Δὲν εἶναι λόγος μυθεύματα. Εἶναι λόγος ποὺ ἀπαντᾶ στὰ μείζονα ἐρωτήματα: Τί εἶναι ὁ Θεός, τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ καὶ προσφέρεται στὸν ἄνθρωπο γιὰ τὴν πραγμάτωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, ἑνὸς ἄλλου τρόπου βίου, μιᾶς κατάστασης χάριτος. Τὸ Εὐαγγέλιο μᾶς βοηθᾶ νὰ ἀνακαλύψουμε τὸ Ἅγιο Πρόσωπό Του. Μὲ τὴ σάρκωσή Του ὁ Ἰησοῦς μᾶς προσφέρει τὸν ἑαυτό Του, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ θέλημα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, μᾶς δείχνει τὸν Παράκλητο, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Παρατηροῦμε τὸν ἠθικὰ τραυματισμένο καὶ θλιμμένο σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀπὸ τὸ ὑπαρξιακὸ κενὸ καὶ τὴν ἀπουσία νοήματος, ἀπὸ τὸν ὑπαρξιακὸ φόβο (καταστροφὲς, τρομοκρατία, θανατηφόρες ἀρρώστειες), ἀπὸ τὴν ἀποτυχία ἰδεολογιῶν. Ἔτσι ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι καὶ καθίσταται ἕνας ἀδιάκοπος λόγος παρακλήσεως ποὺ προσφέρεται στὸν ἄνρθωπο γιὰ νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ τὸν θάνατο καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει στὴν σωτηρία, στὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Ἡ θεία ἀγἀπη ποὺ ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν θεία διδασκαλία, πάντοτε καλεῖ τὸν ἄνθρωπο σ’ αὐτὴ τὴν θεοκοινωνία. Ἰδοὺ μᾶς καλεῖ ὁ Χριστὸς νὰ τὸν ἀκολουθήσουμε. «Σὺ ἀκολούθει μοι», ἀκούγεται ἡ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ στὸν καθένα μας. Μᾶς καλεῖ νὰ συμπορευθοῦμε μαζί Του καὶ τοῦτο εἶναι μεγαλειῶδες, ν’ ἀκολουθεῖς τὸν Ἰησοῦ ὅπου κι ἂν πηγαίνει.
Σήμερα ἰδιαίτερα ὁ ἄνθρωπος ποὺ βιώνει θλίψη καὶ παρακμή, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἐπιθέματα. Δὲν ἀρκεῖ γιὰ τὴ λύτρωσή του μία ἀναφορὰ στὸ κοινωνισμό, στὸν ἄθεο ἀνθρωπισμό, στὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὰ ἐφήμερα τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἔχει «χρεία διδαχῆς χριστιανικῆς». Ὅπως ἔλεγε ὁ προφητάναξ Δαυΐδ: «ἐν τῇ καρδίᾳ μου ἔκρυψα τὰ λόγιά σου, ὅπως μὴ ἁμάρτω σοί», καὶ ὁ Ἰουστῖνος φιλόσοφος καὶ μάρτυς τοῦ 2ου αἰῶνα ὅτι «ἡ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μεγαλειωδέστερη ἀπ’ ὅλες τὶς διδασκαλίες τοῦ κόσμου».
*
Εἶναι μέγα λάθος τῆς Εὐρώπης ποὺ ἔθεσε στὸ περιθώριο τοῦ δημοσίου βίου τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Εἶνα λάθος ποὺ δὲν υἱοθέτησε τὸν Χριστιανισμὸ στὴ Συνταγματικὴ Συνθήκη τὸ 2004, οὔτε καὶ στὴ Συνθήκη τῆς Λισαβόνας τὸ 2007, γίνεται κάποιος λόγος. Κλειστὸ Εὐαγγέλιο, μόνο δάκρυα πίκρας φέρνει στὴν κοινωνία. Ἡ ἀπολυτοποίηση τῆς ἀνθρώπινης γνώσης καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη μονάχα στὴν τεχνολογία, δὲν φέρνουν τὴν ἰσορροπία στὸ τριμερὲς τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ λογικὸ παύει νὰ διακρίνει τὸ καλὸ ἀπὸ τὸ κακό, τὸ ἐπιθυμητικὸ καθίσταται ἀχαλίνωτο καὶ τὸ θυμικὸ περιπλέκεται. Ὀφείλουμε νὰ συνειδητοποιήσουμε ὅτι εἶναι κάκιστο νὰ ἰσχύσει τό: «Οὐκ ἠκούσαμεν τῆς φωνῆς Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν».
Χρειαζόμαστε, συνεπῶς, ἀφύπνιση συνείδησης, ὅτι ἡ παροῦσα ὥρα, εἶναι ἡ ὥρα τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. Οἱ καταστάσεις, ὅπως διαμορφώνονται, μᾶς ὁδηγοῦν στὸ Εὐαγγέλιο, στὴν αὐθεντικὴ χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἐκεῖ θὰ βροῦμε ποιός καθίσταται μακάριος, δηλαδὴ εὐτυχισμένος, ποιός πρᾶος, ποιός ταπεινός, συγχωρητικός, εἰρηνικός, ἐλεήμων, ποιός διάκονος τῶν συνανθρώπων του, ποιός δίκαιος, ἁγνός, ἁπλοῦς, θεοσεβής, ἐνάρετος, θεούμενος ἄνθρωπος. Καθ’ ὅτι δὲν εἶναι πλέον κάλαμος ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενος ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἔχει οἰκειοποιηθεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, μηδὲ τῆς συγχύσεως πύργος τῆς Βαβέλ, ἀλλ’ εἶναι φῶς ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ οἰκοδομὴ ἐπὶ τὴν πέτραν.
Τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ ἀληθὴς ζωή, ἡ ὁποία κέκρυπται στὸ φύραμα τῆς ἱστορίας τοῦ κόσμου. Καὶ ἡ κατὰ τὸ Ἱερὸ Εὐαγγέλιο ζωὴ ἔχει τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐλπίδα νὰ μεταμορφώσει, ν’ ἀνακαινίσει καὶ νὰ σώσει τὸν κόσμο.
Στὴ νέα φάση τῆς ἑλληνικῆς καὶ εὐρωπαϊκῆς γενικότερα ἀνθρώπινης ἱστορίας εἶναι πράγματι ἡ ὥρα τοῦ Εὐαγγελίου.
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 3061