Πρόσφυγας, ματανάστης, λαθρομετανάστης (γλωσσολογική διαφοροποίηση τῶν ὅρων)
Αντιγράφω από το λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής:
Πρόσφυγας: αυτός που αναγκάζεται ή εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας του και να καταφύγει σε μια ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής του προέλευσης.
Μετανάστης: αυτός που έχει μεταναστεύσει, ιδίως με κίνητρο την εργασία.
Λαθρομετανάστης: αυτός που μεταναστεύει λαθραία σε μια άλλη χώρα, που δεν ακολουθεί τις νόμιμες διαδικασίες μετανάστευσης.
Καλό είναι να προσέχουμε ποιον όρο χρησιμοποιούμε!
Πηγἠ: fb
- Λεπτομέρειες
- Εμφανίσεις: 2807